Πέθανε σε ηλικία 88 ετών ο Γάλλος ηθοποιός Αλέν Ντελόν, όπως μεταδίδει η γαλλική εφημερίδα Le Figaro. Τα τρία παιδιά του Ντελόν ανακοίνωσαν τον θάνατό του σήμερα με δελτίο Τύπου στο Γαλλικό Πρακτορείο.
Το 1997 ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ηθοποιία, σε ηλικία 62 ετών.«Ο Alain Delon είναι ένα υπέροχο θηρίο, ένα από αυτά που βρίσκονται υπό εξαφάνιση. Το χαμόγελό του σαρκοβόρο και γήινο, όπως και το διαπεραστικό μπλε του βλέμματός του, μαγεύει και σαγηνεύει...» (Brigitte Bardot).
O Alain Delon, ο άγγελος, ο αλήτης, ο ζωντανός μύθος του γαλλικού σινεμά. Πέρασε σχεδόν όλη του τη ζωή μπροστά στις κάμερες - όμως τι ξέρουμε στ’αλήθεια γι’αυτόν; Λίγα πράγματα. Σποραδικές συνεντεύξεις, πορτρέτα, μερικές αντιφατικές βιογραφίες. Καμία εγκεκριμένη. «Η ιστορία της ζωής μου είναι τόσο απίθανη, ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να την γράψει»» είχε πει κάποτε..
Τα τελευταία χρόνια, ζούσε απομονωμένος, στην έπαυλή του στο Douchy, λίγο έξω από το Παρίσι -αν μπορεί κανείς να αποκαλέσει «έπαυλη» αυτό το Xanadu των 550 στρεμμάτων με τα πάρκα, τις τρείς πισίνες, το παρεκκλήσι, τη λίμνη και τo ελικοδρόμιο, που περικλείεται από ψηλά τείχη. Ο Delon έμενε εκεί με τον Loubo, τον αγαπημένο του ποιμενικό -το τελευταίο από τα πενήντα σκυλιά, που τον συντρόφεψαν επί δεκαετίες. Είναι όλα θαμμένα εκεί, δίπλα του, όχι μακριά από τον δικό του τάφο -ο «πιο γνωστός Γάλλος εν ζωή» είχε ήδη ρυθμίσει τα της κηδείας του. Τα τελευταία χρόνια, εκποίησε συστηματικά την κινητή περιουσία του: όπλα, ρολόγια, έργα τέχνης, την περίφημη Ferrari Τestarossa του. Όταν πεθάνει λέει, προτιμά να αφήσει στα παιδιά του χρήματα. Δεν φοβάται τον θάνατο. «Η ζωή δεν έχει πια να μου φέρει πολλά. Ξέρω τα πάντα, τα έχω δει όλα, μα πάνω απ’όλα μισώ αυτή την εποχή, με κάνει και ξερνάω», δήλωσε, στο Paris Match. «Ξέρω ότι θα αφήσω αυτό τον κόσμο, χωρίς λύπη…»
Στα 83 του, από την κορυφή της αυτοκρατορίας που έχτισε για τον εαυτό του, ο Delon κατρακυλάει αργά στο ρόλο που λάτρεψε ίσως πιο πολύ απ’όλους: του μοναχικού Σαμουράι. Η ζωή τον κουράζει, η πολιτική τον αηδιάζει. Φωτογραφίζεται μόνος, με ένα τζιν κι ένα T-shirt, ξυπόλητος, κοιμισμένος στον καναπέ, ανάμεσα σε βιβλία, φωτογραφίες, πίνακες, απουσίες. Η Μireille, η Νatalie, η Romy η “κουκλίτσα” του. Ο Visconti, ο Gabin, ο Ventura, ο Μelville, o Rene Clement, ο Αntonioni, o Belmondo, o Lancaster, o Yves Montand, η Signoret.
Οι γυναίκες, οι έρωτες, οι δάσκαλοι, οι φίλοι του.
Όλοι απόντες. «Μόνο εγώ έμεινα…». Ώρες, ώρες, έλεγε, αισθάνεται σαν να ανήκει σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη εποχή. Σαν να επιστρέφει σπίτι του, μετά από μια μεγάλη οικογενειακή τραγωδία, της οποίας είναι ο μόνος επιζών.
Ο χρόνος, αυτός φταίει για όλα. Αυτός τσαλάκωσε και «κατάπιε» την ομορφιά του, τον γέμισε απώλεια, «ρούφηξε» τη ζωτική του ενέργεια -αλλά όχι και την ακόρεστη δίψα του να κατακτά, να κερδίζει, να τον θαυμάζουν, να τον αγαπούν. Αυτό θέλει, αυτό ήθελε πάντα. Ή και όχι. Ποιος μπορεί να ξέρει στην περίπτωσή του; «Ο Delon», γράφει ο συγγραφέας Pascal Jardin «είναι καμωμένος από πάστα άλλων καιρών, εκείνη των αντρών που ο καρδινάλιος Ρισελιέ απαγχόνιζε ή τους απένειμε τίτλο ευγενείας. Στους ρηχούς καιρούς όπου ζούμε δεν γνωρίζω παρά μόνο τον Alain Delοn που σέρνει πίσω του τόση κίνηση, τόσα δράματα και σκάνδαλα. Πρόσωπο σεξπιρικό που κατά λάθος βρέθηκε σε μια εποχή αστυνομικού μυθιστορήματος, περιφέρει πάνω στον κόσμο ένα βλέμμα ατσάλινο, όπου φαίνονται να λάμπουν δάκρυα, που έρχονται από την παιδική του ηλικία…»
O DELON ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΤΑΙΝΙΩΝ
Ανέκαθεν τραβούσε τις φασαρίες, σαν μαγνήτης. Από τότε που γεννήθηκε, στις 8 Νοεμβρίου 1935, στο Sceaux, στα προάστια του Παρισιού δεν ήταν παρά ένας «αξεπέραστος αλητάκος», που «τα έκανε όλα άνω κάτω». Οι γονείς του, η όμορφη Εdith και ο νεαρός, μποέμ καλλιτέχνης Fabien Delon χώρισαν όταν ήταν 4 ετών. Μετά η Edith ξαναπαντρεύτηκε τον Paul Boulogne, έναν αλλαντοποιό, κι εμπιστεύτηκε το παιδί σε παραμάνες. Ο άντρας της παραμάνας του Αlain δούλευε στη φυλακή της Μπουρ - λα - Ρεν.
Ο ηθοποιός θυμάται πως μεγάλωσε στο προαύλιό της, παίζοντας με τα παιδιά των δεσμοφυλάκων. Έγκλειστος, μόνος, χαμένος σε μια απόρριψη που δεν καταλάβαινε. Από τα 8 ως τα 14 του, άλλαξε 6 οικοτροφεία. Μέτριος μαθητής, ατίθασος έφηβος - ένας αληθινός «διάβολος», σύμφωνα με τις μαρτυρίες των δασκάλων του -κατάφερε να αποβληθεί από όλα, καθώς και από τα περισσότερα δημόσια σχολεία της περιοχής. Πριν καν συμπληρώσει τα 18, κατετάγη εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό και ξεμπάρκαρε ως ασυρματιστής στη Σαϊγκόν, στην καρδιά της φλεγόμενης Ινδοκίνας. Κι εκεί, όμως, αντί να διακριθεί στο μέτωπο, όπως ήλπιζε η μητέρα του, εξέτισε ένα μέρος της θητείας του στο κρατητήριο, μπλεγμένος σε ένα σωρό μικροαλητείες. Στο τέλος, διωγμένος και από το στρατό, βρέθηκε στο Παρίσι, άφραγκος, κάνοντας ό,τι δουλειά μπορούσε να βρει, ζώντας παρέα με τα κλεφτρόνια και τις πόρνες της πλατείας Pigale. Οι γυναίκες τον τάιζαν, τον φρόντιζαν, του αγόραζαν ρούχα.
Οι γυναίκες παθιάζονταν μαζί του -από τότε ακόμα που ήταν μωρό. Η μητέρα του, συνήθιζε να του διηγείται πως, όταν τον έβγαζε βόλτα στα πάρκα του Sceaux, τα κορίτσια, οι άλλες μαμάδες, τη πάντα σταματούσαν ενθουσιασμένες -ήθελαν να τον χαϊδέψουν, να τον φιλήσουν: «Μα τι όμορφο αγοράκι που έχετε!!». Στο τέλος, είχε αναγκαστεί να κρεμάσει στο καροτσάκι του, μια μικρή, προειδοποιητική πινακίδα: «Κοιτάξτε με, αλλά μην με αγγίζετε…»
Στις γυναίκες, ομολογεί ο ίδιος τώρα, οφείλει τα πάντα, αφού «για κείνες, από κείνες και εξαιτίας τους, ήθελα να είμαι πάντα ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος, ο πιο δυνατός -και να το διαβάζω στα μάτια τους. Οι γυναίκες υπήρξαν το καλύτερό μου κίνητρο…».
Η μητέρα του πρώτα απ’όλα, η όμορφη «Mounette». Το πρόσωπό της -τόσο ίδιο με το δικό του- ήταν το πρώτο πράγμα που θυμάται στη ζωή του. Τη λάτρευε. Τον εγκατέλειψε. Δεν τη συγχώρεσε. «Πώς να καταλάβεις το ότι οι γονείς σου, σε παρατάνε, στα 4 σου χρόνια;» δήλωσε στο αφιέρωμα του Paris Match. «Εκείνοι χώρισαν, ξανάφτιαξαν τη ζωή τους, έκαναν άλλα παιδιά κι εγώ ζούσα με παραμάνες, σαν ορφανό. Ποτέ δεν ξαναείδα τους γονείς μου μαζί. Ο πατέρας μου από τη μια μεριά, η μητέρα μου από την άλλη, ο καθένας στη δική του όχθη. Κι εγώ ένα νησί, στη μέση. Μόνος….»
Θυμόταν πως οι γονείς του δεν του έκαναν ποτέ δώρα -τίποτα, εκτός από ένα. «Η ομορφιά, ναι, ήταν εκεί. Είχα τα πάντα χάρη σ’αυτήν. Οπότε ίσως πρέπει να πω «σ’ευχαριστώ μαμά». Είμαι το αρσενικό πορτρέτο της -ήταν μια καλλονή. Της χρωστάω αυτό τουλάχιστον…»
Μετά ήταν και οι άλλες γυναίκες: οι πιτσιρίκες, οι γραμματείς και οι πωλήτριες. Οι ηθοποιοί και οι αρτίστες, που -ξετρελαμένες από την ομορφιά του- έπεφταν στα πόδια του, σαν παραζαλισμένες μέλισσες. Mια γυναίκα, η ηθοποιός Brigitte Auber, τον πήρε μαζί της στις Κάννες. Εκείνη τον γνώρισε στην Michèle Cordoue, και η -γοητευμένη- Cordoue, με τη σειρά της, στον σύζυγό της, τον σκηνοθέτη Yves Allégret, που του άνοιξε την πόρτα του σινεμά.
«Στην πρώτη μου ταινία, το “Quand la femme s'en mêle” δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Ο Allégret, μου έριξε μια ματιά και μου είπε: «Άκουσέ με Alain: μίλα όπως μου μιλάς, Κοίταξε όπως με κοιτάζεις, Άκουσε όπως με ακούς. Μην παίζεις. Ζήσε». Αυτό άλλαξε τα πάντα. Χωρίς αυτή την κουβέντα, δεν θα είχα κάνει την καριέρα που έκανα….»
Άλλη μια γυναίκα, η Romy Schneider, τον επέβαλε ως συμπρωταγωνιστή, δίπλα της, στην ταινία «Christine». Ερωτεύθηκαν παθιασμένα, έζησαν ένα πολυδιαφημισμένο ρομάντζο, αρραβωνιάστηκαν, έμειναν μαζί πέντε χρόνια. Πολύ αργότερα εκείνος θα πει: «Δεν επρόκειτο για τον μεγάλο έρωτα, αλλά για τον πρώτο, τον έρωτα των 20 χρόνων, τον έρωτα της νεότητας. Ήμασταν πολύ διαφορετικοί. Είχα εντός μου πράγματα που δεν έβλεπε κανείς. Είχα το παρελθόν μου, της Ινδοκίνας, τη δύσκολη παιδική μου ηλικία, αλλά αυτό δεν φαινόταν στο πρόσωπό μου. Εκείνη ήταν μια Ευρωπαία σταρ, αλλά εσωτερικά ήταν ένα παιδί. Υπήρχε μια χτυπητή αντίθεση μεταξύ μας. (…).Ήταν πολύ ωραίο και αγνό. Η Romy είχε την ηλικία μου. Ως τότε, οι γυναίκες που αγαπούσα ήταν μεγαλύτερές μου κατά δέκα χρόνια. Αυτή τη φορά δεν ήταν μία από τα ίδια Μπορώ να πω ότι ήταν ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας: ο έρωτας των είκοσι χρόνων είναι κάτι που δεν ξεχνιέται…»
Δεν ξεχνιέται, αλλά κάποτε τελειώνει. Το 1963, γνωρίζει την Nathalie Barthelemy, δουλεύουν μαζί στη «Μαύρη Τουλίπα». Η φλογερή Nathalie του μοιάζει -είναι ένα χαμίνι, άγριο, ανυπότακτο. Και δεν θέλει να τον μοιράζεται. Για χάρη της, εγκαταλείπει την Romy με ένα σημείωμα και ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα: «Είμαι στο Μεξικό, με την Nathalie. Συνέβησαν πολλά. Alain». Το μετάνιωσε άραγε; Ίσως. Πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο της, δήλωσε «λυπάμαι, γιατί δεν παντρεύτηκα αυτή την γυναίκα»…
Με την Νathalie όμως παντρεύονται, κάνουν ένα γιο τον Anthony. Ζουν μαζί τρία χρόνια -τρία χρόνια πάθους, καυγάδων, υστερίας, σπασμένων γυαλικών. («Κάπου μεταξύ γέλιου και οργής, αγαπιόμασταν κιόλας…»). Toν τέταρτο, χωρίζουν. O Alain δηλώνει πως όσο και αν σέβεται τις γυναίκες, δεν μπορεί να τους ανήκει. Δεν θα ξαναπαντρευτεί. Ούτε καν με την Mireille Darc, την οποία συναντά το πλατό της ταινίας «Jeff» -τη «γυναίκα της ζωής» του, για τα επόμενα 15 χρόνια. «Yπάρχει μόνο μια κυρία Delon», ξεκαθαρίζει…
Την ίδια περίοδο, από τη ζωή του παρελαύνουν πολλές, γνωστές, άγνωστες, σταρ και κομπάρσες. Η Anne Parillaud. H Μarianne Faithfull. H Dalida. H Jane Fonda. H σεξουαλική του όρεξη είναι τεράστια και εναλλάσσεται με εκρήξεις αναίτιας βίας. Το 1987, στο πλατό για το γύρισμα ενός βιντεοκλίπ του γνωρίζει μια όμορφη Ολλανδέζα, το μοντέλο Rosalie van Breemen, μερικές δεκαετίες μικρότερή του. Tην ερωτεύεται παράφορα, ζουν μαζί κάνουν δυό παιδιά, την Annouschka και τον Alain-Fabien. Χωρίζουν τον Οκτώβριο του 2002 -είναι η πρώτη φορά που μια γυναίκα τον αφήνει πρώτη. Δεν θα ξαναπροφέρει το όνομά της δημόσια.
Εν τω μεταξύ είναι ήδη ένας σταρ. Έχει λάμψει, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Luchino Visconti, στο «Ο Ρόκκο και τα αδελφια του», όπως και στον «Γατόπαρδο». Έχει συγκλονίσει στην «Έκλειψη» του εστέτ διανοούμενου Antonioni. Yποδυόμενος έναν απατεώνα με αγγελικό πρόσωπο, που μένει ατιμώρητος στο «Γυμνοί στον ήλιο», του René Clement, έχει δείξει σπάνιες υποκριτικές αρετές -οι κριτικοί παραληρούν γι’αυτόν τον γόη που στο πρόσωπό του «ενσαρκώνονται με μοναδικό τρόπο το καλό και το κακό, η ομορφιά αλλά και η σκληρότητα ενός μοναχικού λύκου».
Οι επικριτές του, πάλι υποστηρίζουν ότι από τα 70΄s και μετά μεταφέρει από ταινία σε ταινία τον ίδιο απόμακρο τύπο του γκάνγκστερ, του καθάρματος ή του μονόχνωτου «μπάτσου». Στο τέλος της ημέρας, ωστόσο, ο Delon καταφέρνει να επιδείξει αξιοζήλευτες δάφνες: σχεδόν 90 ταινίες, -μερικά αριστουργήματα της 7ης τέχνης -συνεργασίες με τους πιο σημαντικούς και απαιτητικούς σκηνοθέτες, με σημαντικούς καλλιτέχνες, κάποια «ιερά τέρατα» του σινεμά: τον Jean Gabin, τη Simon Signoret, τον Βelmondo, τον Βurt Lancaster, τον Richard Burton.
Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Delon μελαγχολεί. Οι ταινίες τέλειωσαν, οι γυναίκες ήρθαν κι έφυγαν -όλες, εκτός από την κόρη του, την Annouchka. Όσο για τους γιους του, βρίσκεται σε «πόλεμο» μαζί τους. «Ξέρω» -δηλώνει- «πως έχω αποτύχει ως πατέρας».
Στο λυκόφως του, το «θηρίο» Delon, επιστρέφει στη μοναξιά του. Την παλιά, την ποτισμένη με δάκρυα, την έγκλειστη στον περίβολο μιας γαλλικής φυλακής. Ποτέ δεν έφυγε από κει. «Ακόμα και όταν ζούσα με μια γυναίκα, όταν αγαπούσα μια γυναίκα, στην ουσία ήμουν μόνος».
Κι έτσι, οχυρωμένος πίσω από ένα αδιαπέραστο μπλε, διέσχισε οκτώ δεκατίες κυνηγώντας χίμαιρες. Που κατέληξε; Πως η ευτυχία δεν υπάρχει. Ή κι αν υπάρχει, εκείνος δεν ήταν «προγραμματισμένος» γι αυτήν. «Ήμουν φτιαγμένος για την επιτυχία».